Χημικό και οργανοληπτικό προφίλ οίνων που έχουν ανασυρθεί από ναυάγια πλοίων

Στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν αναφορές για οίνους αλλά και άλλα ποτά που ανασύρθηκαν από ναυάγια και ακολούθως υποβλήθηκαν σε χημικές και οργανοληπτικές αναλύσεις. Το 2019, ερευνητές από το τμήμα αμπελουργίας και οινολογίας, σε συνεργασία με την ναυτική αρχαιολογική ομάδα του μουσείου της Νότιας Αφρικής (Iziko) ανέλυσαν οίνους που ανακτήθηκαν από μερικά ναυάγια ανοιχτά της ακτής ή κοντά στο False Bay.

Η θαλάσσια περιοχή κοντά στο ακρωτήρι των κεραυνών γνωστότερο και ως ακρωτήρι της καλής ελπίδας φιλοξένει ένα πλήθος ναυαγίων, κυρίως λόγω της απότομης ακτογραμμής και των έντονων καταιγίδων που δέχεται. Ένα από τα ναυάγια που φιλοξενούν αυτά τα νερά ανήκει στο αγγλικό πλοίο Colebrooke το ταξίδι του οποίου ξεκίνησε από το Πόρτσμουθ και σταμάτησε το 1778 στο βράχο του Anvil καθώς προσπαθούσε να εισέλθει στον κόλπο του False Bay. Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε το 1984 και διασώθηκε τις δεκαετίες του 80 και του 90. Δεν είναι γνωστό εάν οι οίνοι που βρέθηκαν στο πλοίο ήταν για ιδιωτική χρήση ή αποτελούσαν κάποιο φορτίο προς μεταφορά. Το ναυάγιο αρχικά εξερευνήθηκε από κυνηγούς θησαυρών, για αυτό και οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν αργότερα είναι λίγες. Παρόλα αυτά ανασύρθηκαν επτά φιάλες και πάρθηκαν αντίστοιχα δείγματα που στη συνέχεια αναλύθηκαν. Για να μεγαλώσει ο αριθμός των προς ανάλυση δειγμάτων που έχουν συλλεχθεί από ναυάγια προστέθηκε και ένα άλλο δείγμα που ανακτήθηκε από το ναυάγιο του SS Maori που βυθίστηκε το 1909 κοντά στο Llandudno.
Χημικές αναλύσεις

Ένας ελάχιστος όγκος οίνου (λιγότερος από 50ml) αναλύθηκε χρησιμοποιώντας μη στοχευμένη ανάλυση, στοιχειακή ανάλυση και ανάλυση σακχάρων και οργανικών οξέων. Οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριο αναλυτικής χημείας του ινστιτούτου αμπελουργικής και οινολογικής έρευνας της Νότιας Αφρικής στις εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου στο Stellenbosch. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η φασματοσκοπία μάζας, ο πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός (NMR) και η φασµατοµετρία µαζών επαγωγικά συζευγμένου πλάσµατος.

Τα αποτελέσματα όσον αφορά τα χημικά χαρακτηριστικά, τις συγκεντρώσεις μετάλλων, τη συγκέντρωση σακχάρων και οξέων καθώς και το αρωματικό προφίλ ήταν απροσδόκητα. Για παράδειγμα, σε σύγκριση με τους ισχύοντες εξαγωγικού κανόνες τα επίπεδα των βαρέων μετάλλων ήταν σημαντικά υψηλότερα στα περισσότερα δείγματα. Η ανάλυση ιχνοστοιχείων αποκάλυψε υψηλά επίπεδα As, Mn ,Sr ,Mo και Pb σε όλα τα δείγματα από τα ναυάγια. Αυτό δεν οφειλόταν απαραίτητα στην αρχική σύνθεση του οίνου αλλά πιθανόν στην σύνθεση της γυάλινης φιάλης και της μεταφοράς αυτών των ιχνοστοιχείων στον οίνο με την πάροδο του χρόνου. Η μέθοδος της περίθλασης με X-ray επιβεβαίωσε ότι η πηγή των βαρέων μετάλλων ήταν οι φιάλες. Ένα δείγμα έδειξε και πολύ υψηλά επίπεδα Ca και Na, πιθανώς λόγω εισόδου θαλασσινού νερού στη φιάλη.

Όταν οι φιάλες μεταφέρθηκαν στο μουσείο για αποθήκευση μετά τη διάσωση τους, σε κάποιες από αυτές ο οίνος μεταφέρθηκε σε νέα μπουκάλια ενώ σε άλλες αφέθηκε στις αρχικές. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τις διαφορές που ανιχνεύτηκαν στη συγκέντρωση οργανικών οξέων και σακχάρων.(αποθήκευση σε μη αποστειρωμένο περιβάλλον) και στα επίπεδα αιθανόλης (εξάτμιση;).
Οι μη στοχευμένες αναλύσεις έδειξαν διάφορες ενώσεις συμπεριλαμβανομένων προϊόντων που προέρχονται από ζύμωση.(εστέρες, αλκοόλες, αλδεΰδες και λιπαρά οξέα), τερπενοειδή (λιναλόλη και φενχόνη) και “ξυλώδεις ενώσεις” (φουρφουράλη και γουαϊακόλη). Η βαθύτερη ανάλυση αυτών των αποτελεσμάτων εξακολουθεί να πραγματοποιείται.

Άτυπη οργανοληπτική ανάλυση

Η αξιολόγηση έγινε από τέσσερις έμπειρους ερευνητές και βασίστηκε μόνο στο άρωμα τους. Μερικά από τα δείγματα εξακολουθούν να παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που θυμίζουν οίνο και σχετίζονται με τα αρώματα που βρέθηκαν και στη χημική ανάλυση. Οι οίνοι που μεταφέρονται σε νέες φιάλες για αποθήκευση έχουν διατηρήσει αυτούς τους χαρακτήρες που μοιάζουν με οίνο. Τα δείγματα που έχουν απομείνει στις αρχικές φιάλες έχουν εκτεθεί έντονα στο περιβάλλον αποθήκευσης επειδή οι φελλοί συρρικνώθηκαν και επέτρεψαν την είσοδο αέρα.(και ανεπιθύμητων πρόσθετων). Η περιγραφή των δειγμάτων ήταν γενικά μια αρκετά απαιτητική άσκηση ακόμη και για έμπειρους ερευνητές. Οι οίνοι ήταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους και πολύ διαφορετικοί από αυτό που έχουμε συνηθίσει να μυρίζουμε σε έναν οίνο, έστω και πολύ παλιό.

Επίλογος

Σε αντίθεση με άλλες εργασίες οπού η πηγή και ο τύπος του οίνου που ανακτήθηκε από τα ναυάγια ήταν γνωστός,.για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν υπήρχαν επαρκής πληροφορίες. Ακόμα και σε περιορισμένο όγκο όμως ,μπόρεσαν να εξαχθούν με αναλυτικές και φασματοσκοπικές τεχνικές ενδιαφέροντα συμπεράσματα και να αποτυπωθεί μια.“χημική απεικόνιση” κάποιων πολύ παλιών οίνων. Ο συνδυασμός νέων τεχνολογικών πλατφορμών στην αναλυτική χημεία μπορεί να αποδώσει μια πολύτιμη απεικόνιση για τη σύνθεση των οίνων που ανακτήθηκαν από ναυάγια. Αναλύσεις όπως η περίθλαση ακτινών Χ στις φιάλες μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό περισσότερων πληροφοριών σχετικά με τις πηγές των βαρέων μετάλλων και πιθανώς ακόμη και της προέλευσης των οίνων. Ακόμα και στις σκληρότερες και πιο παράξενες συνθήκες, ορισμένοι οίνοι εξακολουθούν να επιβιώνουν. // ΠΗΓΗ: Wineland by Astrid Buica

✒️ Δημήτρης Καραχάλιος, ΟΙΝΟΛΟΓΟΣ