Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Ρίο Γκράντε στη Βραζιλία υποστηρίζουν ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αφρώδων οίνων δε διαφέρουν, όποια και αν είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται στη δευτερογενή ζύμωση. Για να καταλήξουν σε αυτό το συμπέρασμα και να καταρρίψουν την άποψη που θεωρεί ότι οι αφρώδοι οίνοι που παράγονται με την παραδοσιακή μέθοδο είναι ποιοτικότεροι από ότι με χρησιμοποίηση της τεχνικής Charmat, διενεργήθηκε ένα πείραμα με ένα λευκό οίνο βάσης από τις ποικιλίες Chardonnay, Riesling και Pinot noir. Ο οίνος σταθεροποιήθηκε σε χαμηλή θερμοκρασία, προστέθηκαν 22 g/λίτρο σακχαρόζης και εμβολιάστηκε με επιλεγμένους ζυμομύκητες πριν μεταφερθεί είτε σε φιάλες των 750ml είτε σε κάθετη δεξαμενή των 500 εκατόλιτρων εξοπλισμένη με περιστροφικό αναδευτήρα υπό πίεση. Η ζύμωση τέλειωσε έντεκα εβδομάδες αργότερα και οι οίνοι αφέθηκαν με τις οινολάσπες τους για 12 μήνες.
Οι φυσικοχημικές αναλύσεις στους οίνους, έδειξαν ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο μεθόδων, εκτός από μια ελαφριά αύξηση του ηλεκτρικού διαιθυλεστέρα (ενός εστέρα που έχει το χαρακτηριστικό άρωμα του φρέσκου μήλου) στον οίνο που είχε παραχθεί με την παραδοσιακή μέθοδο. Παρατηρήθηκε επίσης ότι αυτή η διαφορά εξαφανίστηκε σταδιακά με την πάροδο του χρόνου. Τρείς μήνες μετά την εμφιάλωση των οίνων, ζητήθηκε από μια ομάδα έμπειρων γευσιγνωστών να διακρίνουν τις δυο μεθόδους μέσω 369 τριγωνικών δοκιμών. Το αποτέλεσμα ήταν πάνω από τους μισούς να κάνουν λάθος. Στη συνέχεια 12 κριτές βαθμολόγησαν τυφλά την ένταση του χρώματος των οίνων, την αρωματική τους σύνθεση με έμφαση στην κατηγορία αρωμάτων (αρώματα τροπικών φρούτων, λουλουδιών, βοτάνων), την οξύτητα τους και την επιμονή τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν και πάλι ότι δεν παρατηρηθήκαν στατιστικές διαφορές στους αφρώδους οίνους, με τους ερευνητές να υποστηρίζουν ότι και οι δυο μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ευρέως, παράγουν αφρώδεις οίνους με το ίδιο επίπεδο ποιότητας και ικανότητας παλαίωσης.
ΠΗΓH: Vitisphere
✒️ Δημήτρης Καραχάλιος, ΟΙΝΟΛΟΓΟΣ