Πρόσφατα έχει γίνει σημαντική πρόοδος στον έλεγχο προσδιορισμού της γνησιότητας και της προέλευσης του οίνου. Αυτό έγινε δυνατό με τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου των σταθερών ισοτόπων. Τα αποτελέσματα της έρευνας μπορούν να ταυτοποιήσουν την προέλευση του οίνου και να ελέγξουν την αυθεντικότητα του. Παράγοντες πολύ σημαντικούς για τις διεθνείς αγορές, ώστε να διασφαλίζεται η φήμη των εταιρειών αλλά και να προστατεύονται οι καταναλωτές από την κατανάλωση ψεύτικων προϊόντων.
«Η νοθεία του οίνου δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε κάτι εύκολο να προσδιοριστεί».δηλώνει ο επικεφαλής συγγραφέας Dr Eric Wilkes από το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Έρευνας Οίνου (AWRI). «Η νοθεία μπορεί να περιλαμβάνει αλλοίωση ή προσθήκη προϊόντων (είναι οίνος; έχει νοθευτεί; έχει προστεθεί γλυκερόλη; μεθανόλη; χρώμα ή γλυκαντικές ουσίες;), παραπλάνηση (ο οίνος αντιστοιχεί σε αυτό που αναφέρει η ετικέτα;), παραποίηση ή επαναπλήρωση της φιάλης».
«Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε ότι όλοι οι οίνοι διαφοροποιούνται με ένα 2% του συνόλου των συστατικών τους, καθώς τα υπόλοιπα είναι νερό και αιθανόλη. Έτσι, πολλοί οίνοι φαίνεται να μοιάζουν μεταξύ τους όταν επικεντρωνόμαστε σε ένα μόνο συστατικό», συνεχίζει ο Dr Wilkes.
Διεθνώς, η ανάλυση της σύνθεσης του οίνου για τον εντοπισμό της νοθείας περιλαμβάνει τις τυπικές αναλύσεις, την ανάλυση FTIR.(Φασματοσκοπία Υπερύθρου με μετασχηματισμό Fourier), την φασματοσκοπία ΝΜR (πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού),.την ανάλυση ιχνών DNA, τις αναλογίες ισοτόπων, ιχνοστοιχείων ή φθορισμού.
Στην έρευνα για τη γνησιότητα των οίνων που χρηματοδοτήθηκε από τον οργανισμό Wine Australia, ο Dr Eric Wilkes και ο Dr Martin Day, διερεύνησαν τη χρήση των σταθερών αναλογιών ισοτόπων στροντίου, βορίου, λιθίου, μολύβδου και οξυγόνου μαζί με τις συγκεντρώσεις ιχνοστοιχείων ως μέσο προσδιορισμού της περιοχής προέλευσης του οίνου. Τα διαφορετικά στοιχεία που αναλύθηκαν είναι γνωστό ότι προέρχονται από διάφορες πηγές κατά την ανάπτυξη των σταφυλιών, συμπεριλαμβανομένου του αέρα, του νερού, του εδάφους και της γεωλογίας της περιοχής. Είναι σημαντικό το ότι οι αναλογίες των ισοτόπων στροντίου, βορίου, λιθίου δεν επηρεάζονται από την οινοποιητική διαδικασία μετατροπής του σταφυλιού σε οίνο. Αυτό επιτρέπει την ανάπτυξη ισχυρών μοντέλων για την εκτίμηση της προέλευσης, αποφεύγοντας προβλήματα που παρουσιάστηκαν σε άλλες τεχνικές ανάλυσης.
Η ομάδα έλεγξε μια μεγάλη γκάμα οίνων από ποικιλίες όπως Pinot Noir, Chardonnay, Cabernet Sauvignon, Shiraz, Merlot και Riesling. Σε σύνολο ελέχθησαν 292 οίνοι που προέρχονται από μια μεγάλη ποικιλία περιοχών της Αυστραλίας και 94 οίνοι από άλλες χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ, η Χιλή και η Αργεντινή.
Η μελέτη είχε ως αποτέλεσμα υψηλά ποσοστά ταξινόμησης χρησιμοποιώντας την προαναφερθείσα τεχνική, με ποσοστό επιτυχία 97,3% στα αυστραλιανά δείγματα και 77% στα διεθνή. Το συνολικό ποσοστό επιτυχημένης ταξινόμησης ήταν 92%. Ωστόσο η ομάδα μελέτης διαπίστωσε ότι η επισήμανση της περιοχής προέλευσης για τους αυστραλιανούς οίνους, αποτελούσε μεγαλύτερη πρόκληση.
«Όσον αφορά την πολιτεία από την οποία προέρχεται ο οίνος, υπήρχε μια μικρή επικάλυψη. Αυτό μάλλον δε θεωρείται έκπληξη αν σκεφτούμε ότι ορισμένες οινικές περιοχές βρίσκονται σε παραπάνω από μια πολιτεία» συνεχίζει ο Dr Wilkes. Συνολικά το ποσοστό επιτυχίας ταξινόμησης για την πολιτεία προέλευσης ήταν περίπου 60%.
«Διερευνώντας της επιπτώσεις του τρύγου και της ποικιλίας,.η χρήση της μεθόδου των ισοτοπικών αναλογιών έδειξε ότι δεν επιδρούσαν αρνητικά στην ανίχνευση του κατά πόσο ένας οίνος είναι από την Αυστραλία και η μελέτη των μεταλλικών στοιχείων από μόνα τους δεν αποτελούν ένα καθαρό δείκτη διαφοροποίησης σε επίπεδο περιοχής».καταλήγει ο Dr Wilkes.
✒️ Δημήτρης Καραχάλιος, ΟΙΝΟΛΟΓΟΣ